- ακακοποιός
- ἀκακοποιός, -όν (Α)αυτός που δεν κάνει κακό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκακος + -ποιὸς < ποιῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άκακος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Λυκάονα. Ίδρυσε την αρκαδική πόλη Ακακήσιον. Ο Ά., κατά τις αρκαδικές παραδόσεις, ήταν ο τροφός του Ερμή στην παιδική ηλικία του. * * * η, ο (Α ἄκακος, ον) 1. ο δίχως κακία, άδολος, καλοκάγαθος 2. απλοϊκός, αφελής,… … Dictionary of Greek